ὑπατικῆς

ὑπατικῆς
ὑπατικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …   Dictionary of Greek

  • Άππιος Κλαύδιος — (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.).Ρωμαίος τιμητής και ύπατος. Μία από τις διασημότερες προσωπικότητες της ρωμαϊκής δημόσιας ζωής στην πρώτη δημοκρατική περίοδο. Σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή (312 π.Χ.) του πρώτου ρωμαϊκού υδραγωγείου και του… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”